- προηγορία
- ἡ, Α [προήγορος]το να μιλά κανείς στο δικαστήριο υπέρ κάποιου άλλου, η υπεράσπιση, η συνηγορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προηγορία — προηγορίᾱ , προηγορία speaking in behalf of fem nom/voc/acc dual προηγορίᾱ , προηγορία speaking in behalf of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγορίᾳ — προηγορίαι , προηγορία speaking in behalf of fem nom/voc pl προηγορίᾱͅ , προηγορία speaking in behalf of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγορίαν — προηγορίᾱν , προηγορία speaking in behalf of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)